- ανθρακιά
- ησωρός αναμμένα κάρβουνα, θράκα: Στη φωτογωνιά υπήρχε μια τέτοια ανθρακιά που μπορούσες να ψήσεις και βόδι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀνθρακιά — ἀνθρακιά̱ , ἀνθρακιά burning charcoal fem nom/voc/acc dual ἀνθρακιά̱ , ἀνθρακιά burning charcoal fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρακία — ἀνθρακίᾱ , ἀνθρακίας burnt to a cinder masc nom/voc/acc dual ἀνθρακίας burnt to a cinder masc voc sg ἀνθρακίᾱ , ἀνθρακίας burnt to a cinder masc voc sg (attic) ἀνθρακίᾱ , ἀνθρακίας burnt to a cinder masc gen sg (doric aeolic) ἀνθρακίας burnt… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνθρακία — Ἀνθρακίᾱ , Ἀνθρακίη fem nom/voc/acc dual Ἀνθρακίᾱ , Ἀνθρακίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρακιᾷ — ἀνθρακιά burning charcoal fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθρακιά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 124 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γρεβενών. * * * και αθρακιά, αθράκα, θράκα, η (AM ἀνθρακιά και Α επικ. ἀνθρακιή) 1. σωρός από αναμμένα κάρβουνα 2. στάχτη από κάρβουνα, καπνιά νεοελλ. η… … Dictionary of Greek
ἀνθρακιάν — ἀνθρακιά̱ν , ἀνθρακιά burning charcoal fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρακιάς — ἀνθρακιά̱ς , ἀνθρακιά burning charcoal fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνθρακίας — Ἀνθρακίᾱς , Ἀνθρακίη fem acc pl Ἀνθρακίᾱς , Ἀνθρακίη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρακίας — ἀνθρακίᾱς , ἀνθρακίας burnt to a cinder masc acc pl ἀνθρακίᾱς , ἀνθρακίας burnt to a cinder masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρακιαῖς — ἀνθρακιά burning charcoal fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)